-
1 πλησιό-χωρος
πλησιό-χωρος, der Gegend nahe, angränzend, αἱ πλησιόχωροι πόλεις, Thuc. 4, 79; bei Her. stets von Personen, wie πλησίος, der Nachbar, 3, 89. 4, 30. 33. 102. 6, 108; auch τινί, 3, 97; τὸν σεαυτοῦ πλ., Ar. Vesp. 393; Plat. Legg. V, 737 c; bei Xen. Cyr. 4, 5, 35 v. l. für πρόςχωρος; ἡ πλ., sc. χώρα, Pol. b. Strab. 3, 2, 7.
-
2 σκοπέω
σκοπέω, nur im praes. u. imperf. gebr., u. so σκέπτομαι ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, betrachten, beschauen; ἄστρον, Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῠν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύϑεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῠν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' ἐγγύϑεν σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῠ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, ὅπως ἀποφανοῠμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήϑειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φϑόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ ϑεωρῶν τὸ πρᾶγμα αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν ὅπως, Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῠμαι ὄμμα πανταχοῠ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεϑα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσϑαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα ϑεωροῠντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνϑρωπίνως σκοπεῖσϑαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie ϑεάομαι u. ϑεωρέω auf das Allgemeine, geht σκοπέω u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.
-
3 μισθός
μισθός, ὁ, Lohn, Sold; μισϑὸς ῥητός, verabredeter Lohn, Il. 21, 445; εἰρημένος, Hes. O. 372; μισϑὸς ἄλλοις ἄλλος ἐφ' ἕργμασιν γλυκύς, Pind. I. 1, 47; ἀρέομαι Ἀϑαναίων χάριν μισϑόν, P. 1, 77; κἀμοῦ μισϑὸν ἐνϑήσειν κότῳ ἐπεύχεται, euphem. für Strafe, Aesch. Ag. 1234; παρηγμένους μισϑοῖσιν εἰργάσϑαι τάδε, Soph. Ant. 294; Trach. 557; κακῆς γυναικὸς μισϑὸν ἀποτῖσαι, Eur. I. A. 1169; ἄξιον μισϑὸν φέρεσϑαι, Rhes. 162; φέρειν, Bacch. 257, Sold erhalten, wie Ar. Ach. 66. 137; μισϑὸν πορίζειν, Eqq. 1014; ἐϑήτευον ἐπὶ μισϑῷ, sie dienten um Lohn, Her. 8, 137; Thuc. 8, 29 u. öfter; ἀξίως τοῦ μισϑοῦ ὃν πράττομαι, den ich fordere, Plat. Prot. 328 b; ἀργύριον τελῶν ἐκείνῳ μισϑὸν ὑπὲρ σεαυτοῦ, ibd. 311 b; ἄρνυσϑαι, 349 a; αἰτεῖν, Rep. I, 345 e; λαμβάνειν τινός, VIII, 568 c, wie Xen. An. 5, 6, 31; bes. von Soldaten, Söldnern; μισϑοῦ, für Sold, οἳ ἔτυχον τῷ Περδίκκᾳ μισϑοῦ μέλλοντες ἥξειν, Thuc. 4, 124; so τοὺς μισϑοῦ τι πράττοντας, Dem. 18, 51, τίς μισϑοῦ λέγει, 10, 75; vgl. Din. 1, 111; μισϑοῠ στρατεύεσϑαι, Pol. 3, 109, 6, der auch vrbdt τὸν μισϑὸν ἐπιτιϑέναι τινί, 5, 15, 8. – Auch im allgemeinen Sinne, Belohnung, Bestrafung, wie Plat. τῷ δικαίῳ παρὰ ϑεῶν ἆϑλά τε καὶ μισϑοὶ καὶ δῶρα γίγνεται, Rep. X, 614 a u. ἄνευ μισϑοῦ ζημιώδους, Legg. I, 650 a, u. öfter bei Sp., wie Plut. u. Luc.
См. также в других словарях:
σεαυτού — και σαυτού, ής / σεαυτοῡ και σαυτοῡ, ῆς, ΝΑ, και ιων. τ. σεωυτοῡ και στον Όμ. σοῡ αὐτοῡ Α (αυτοπαθής αντων. β εν. προσ. μόνο στις πλάγιες πτώσεις) 1. εσένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού σου 2. φρ. α) «γνώθι σαυτόν» γνώρισε τον εαυτό σου, μάθε… … Dictionary of Greek
ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… … Dictionary of Greek